- δυσκολοδιάβατος
- -η, -ο1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάζερβος — η, ο 1. ζερβός, αριστερός, ανάποδος, ανάστροφος 2. (για τόπους) δυσκολοδιάβατος, απάτητος 3. (για πρόσωπα) δύστροπος, δύσκολος, ανάποδος 4. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η ανάζερβη το χτύπημα, χαστούκι που δίνει κανείς με την έξω επιφάνεια τού χεριού … Dictionary of Greek
αξεδιάλυτος — η, ο 1. που δεν έχει ξεδιαλυθεί, ανεξήγητος, ανερμήνευτος ή ανεξιχνίαστος («όνειρο αξεδιάλυτο», «μυστήριο αξεδιάλυτο») 2. αυτός που δεν έχει διυλιστεί, δεν έχει καθαρίσει («λάδι αξεδιάλυτο») 3. δυσκολοδιάβατος («πυκνά και αξεδιάλυτα δάση») … Dictionary of Greek
δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… … Dictionary of Greek
δύσπορος — δύσπορος, ον (Α) 1. δυσκολοδιάβατος 2. δυσπόριστος … Dictionary of Greek
ανάζερβος — η, ο 1. αριστερόχειρας: Του έδωσε μια ανάζερβη. 2. δύσκολος, δυσκολοδιάβατος: Ο τόπος εδώ είναι ανάζερβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοτράχαλος, -η — ο κακός τόπος, δυσπρόσιτος, δυσκολοδιάβατος, απρόσβατος: Μην ανεβαίνετε το βουνό από την κακοτράχαλη μεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)